διασταλτικός

διασταλτικός
διασταλ-τικός, ή, όν,
A serving to distinguish,

προσώπων A.D.Adv.185.10

, cf. D.L.4.33, Eust. 1610.3; antithetic, A.D.Pron.24.12. Adv. -κῶς ib.49.24, Eust.73.31.
II of Music, exciting, exalting, Aristid. Quint.1.12, Cleonid. Harm.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διασταλτικός — serving to distinguish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικός — ή, ό 1. ικανός να διαστέλλει ή να διαστέλλεται 2. «διασταλτική ερμηνεία νόμου» η ερμηνεία η οποία επεκτείνει την έννοια τού νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα τού νόμου αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του …   Dictionary of Greek

  • διασταλτικός — ή, ό 1. αυτός που διαθέτει την ικανότητα να προκαλέσει διαστολή: Η θερμότητα έχει διασταλτική δύναμη στα μέταλλα. 2. αυτός που διαστέλλεται: Τα μέταλλα είναι διασταλτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασταλτικά — διασταλτικός serving to distinguish neut nom/voc/acc pl διασταλτικά̱ , διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc/acc dual διασταλτικά̱ , διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικῶν — διασταλτικός serving to distinguish fem gen pl διασταλτικός serving to distinguish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικόν — διασταλτικός serving to distinguish masc acc sg διασταλτικός serving to distinguish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικαῖς — διασταλτικός serving to distinguish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικαί — διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικοῦ — διασταλτικός serving to distinguish masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτική — διασταλτικός serving to distinguish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασταλτικήν — διασταλτικός serving to distinguish fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”